Γέρεψα, γιέρεψα: Γιατρεύτηκα. Αϊ πιδάκι’μ φάϊ του σουπούλα ‘ς να γιέν’ς καλά, είδις πως γιέρεψε ου αδιρφό’ς απ’ όφαγι τη σούπα’τ;